XLVI. (46) Ο
ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Πανδ. 84, 1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.
Τ' Ανδρούτσ' η μάνα χαίρεται, τ' Ανδρούτσ'
η μάνα κλαίει, Έχει τους γιους αρματολούς και καπεταναραίους.
Στα παραθύρια
κάθεται, τες στράτες αγναντεύει, Βλέπει διαβάτες πού'ρχονται, διαβάτες που
περνούνε.
5 «Διαβάτες που διαβαίνετε, περάτες που περνάτε, Μην ίδετε τσ'
αρματολούς, τον καπετάν Ανδρούτσο, Σε τι χώρες να βρίσκεται, σε ποία
βιλαέτια; 146»
Άλλοι λεν, πάει στην Πρέβεζα, άλλοι λεν, πάει στην Πάργα.
Κι Ανδρούτσος εξεχείμασε στου Τσαρλαμπά τα σπίτια· 10
«Παιδιά, μας πήρ' η
άνοιξη, μας πήρε καλοκαίρι, Να βγούμε πάνω στα βουνά, στου Λιάκουρα τη ράχη· Να
γράψω μια πικρή γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα, Να στείλω μες στη Λειβαδιά, να
στείλω μες στη Φήβα,
Γλήγορα τον μουρασαλέ να γίνω καπετάνιος, 15 Να παραστέκ'
αρματολός σ' ούλα τα βιλαέτια.» Κι Ανδρούτσος επροβόδισε 148 μες στον
Ντελή Αχμέτη·
«Ντελή να 'ρθεις να σμίξομε, να περπατούμ' αντάμα, Να πάμε χώρες
και χωριά, να πάμε βιλαέτια» Και βγήκαν κι ανταμώθηκαν στης Λειβαδιάς τον
κάμπο.
20 Κι εκεί που τρων και πίνουνε και διπλοχαιρετούνε, Ο
Μαγιόρ 149 Λάμπρος έστειλε του καπετάν Ανδρούτσου· «Να 'ρθεις
Ανδρούτσ', να σμίξομε να πας με τα καράβια.»
Και κάνει τον κατήφορο, στο
Δίστομο πηγαίνει. Ανδρούτσος πάει τη στεριά, και Λάμπρος του πελάγου. 25
Κι
επήγαν κι ανταμώθηκαν σ' ένα παλιοκλησάκι. Ανδρούτσος είναι ξακουστός, είναι
και ξακουσμένος. «Ανδρούτσ' σε θέλ' η Μοσκοβιά, σε θέλει η Ρουσσία
Και να
'ρθεις με τ' εμένανε, να μπούμε στα καράβια.» Και μες στον Πόρο πήγανε και μες
στην Τσια πηγαίνουν.
30 Βλέπουν καράβια πούρχονται, καράβι' από την Πόλη· Άλλοι
τα λένε Ρούσσικα κι άλλοι τα λεν του Φράγκου.
Αυτά δεν είναι Ρούσσικα, αυτά δεν
είν' του Φράγκου, Μόν' είν' ο καπετάν πασάς πόρχετ' από την Πόλη, Κι έχει
καράβια δεκοχτώ, φρεγάδες δεκαπέντε.
35 Σαν πιάστηκαν στον πόλεμο απ' την αυγ'
ως το βράδυ, Πολλοί κλέφτες σκοτώνονται του καπετάν Ανδρούτσου, Άλλους τους
πιάνουν ζωντανούς, τους άλλους σκοτωμένους,
Και τον Ανδρούτσο ζωντανό με δώδεκα
νομάτους· Τον πήραν και τον πήγανε στον Βασιλιά στην Πόλη. 40
Κι ο βασιλιάς τον
ρώταε κι ο βασιλιάς του λέγει· «Εσ' είσ' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος
ξακουσμένος, Που χάλασες τη Ρούμελη κι όλα τα βιλαέτια;
Τώρα σε πιάσαν ζωντανό
και σ' έφεραν στην Πόλη. Με Τούρκους επολέμησες, με Τούρκους, με Ρωμαίους· 45
Τους χάλασες τα σπίτια τους και σκότωσες κι αυτούνους. Ανδρούτσο μ' για δε
φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι, Να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια,
Να στείλεις τα μπουλούκια σου σ' ούλα τα βιλαέτια, Τον Καλόγηρο στο Σάλωνα,
Καλιακούδ' στο Λιδωρίκι;» 50
Μ' ουδ' είναι μ' ουδέ φαίνεται, μ' ουδέ χαρτί του
στέρνει. «Κύριέ μου, τι να γίνηκεν ο καπετάν Ανδρούτσος; Όλος ο κόσμος
καρτερούν κι η μάνα του παντέχει.»