Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

1827: Ενας δια της βίας γάμος σώζει την Μάχη του Διστόμου και την Ρούμελη

 

Ιστορία συντίθεται από μικρές ανθρώπινες ιστορίες.

Στην πλέον καθοριστική για την έκβαση του αγώνα στην Ρούμελη Μάχη του Διστόμου τον Γενάρη -Φλεβάρη του 1827 με τον Γεώργιο .Καραϊσκάκη, εκτυλίχθηκε μια ιστορία  ''αναγκαστικού'' γάμου την παραμονή της Μάχης, όπου ''μπλέκουν'' γύρω από την κομβική κωμόπολη του Διστόμου, σημαντικά πρόσωπα της Επανάστασης και του μετέπειτα στρατιωτικού και πολιτικού βίου της Ελλάδας, αλλά και τόποι :

– Η Χειμάρρα Ηπείρου απ' όπου εκστράτευσαν αγωνιστές οι οποίοι πήραν μέρος στην μάχη υπό τους αδελφούς Σπύρο και Ζάχο Μήλιο.

-Το Παράλιον  (Παραλία Διστόμου) στον Κορινθιακό, όπου για να αποφύγουν το μαχαιίρι του Τούρκου, έφτασαν την παραμονή της Μάχης με χειμαρριώτικο πλοιάριο, η μάνα  και η αδελφή τους Βασιλική- η νύφη.

-Το Γαλαξίδι Φωκίδας απ΄όπου καταγόταν ο Γραμματιεύς του Καραϊσκάκη, Χαρ. Λογοθέτης- ο γαμπρός.

– Η Πέτρα Βοιωτίας ( Σιάχου ), όπου ολοκληρώθηκε η Επανάσταση του 1821

– Η Θήβα, όπου η νέα οικογένεια εγκαταστάθηκε μετά την λήξη της Εθνεγερσίας και στέριωσε, με την ''κυρά Βασίλω'' ''παράδειγμα αγαθότητας και φιλανθρωπίας'' και τα παιδιά τους να διακρίνονται σε πολλούς τομείς.

Την ανέκδοτη ιστορία  καταγράφει το www.himara.gr  από δημοσίευμα της εφημερίδας ΑΙΩΝ και είναι αυτή:

''Μια ανέκδοτη ιστορία των αδελφών Σπύρου και Ζάχου Μήλιου είδε το φως της δημοσιότητας όταν απεβίωσε η αδερφή τους Βασιλική, τον Νοέμβριο του 1884. Η ιστορία που συνόδευε την είδηση του θανάτου γράφτηκε στην ιστορική εφημερίδα ΑΙΩΝ και διαδραματίστηκε μια ημέρα πριν την καθοριστικής σημασίας μάχη του Διστόμου, δηλαδή στις 16 Ιανουαρίου του 1827.

Τα δύο αδέρφια Σπύρος και Ζάχος, απείλησαν τον υποψήφιο γαμπρό Χαρ. Λογοθέτη, γραμματέα του Καραϊσκάκη, πως αν αρνηθεί να παντρευτεί την αδερφή τους θα τον σκότωναν. Λαμβάνοντας υπόψιν τα οικογενειακά έθιμα της περιόδου, η μεγάλη ευθύνη που τα αδέρφια ένιωθαν για την αποκατάσταση των κοριτσιών της οικογένειας ήταν κάτι αρκετά συνηθισμένο. Στην προκειμένη περίπτωση για τον Σπύρο και τον Ζάχο υπήρχε και ο φόβος του θανάτου στο πεδίο της μάχης καθώς ο στρατός του Ομέρ πασά ήταν δεκαπλάσιος από των Ελλήνων και δεν ήθελαν η αδελφή τους να μείνει μόνη.

Παρά τον παράδοξο τρόπο, ο γάμος στέριωσε και το ζευγάρι έκανε πολλά και άξια παιδιά.

Διαβάστε το δημοσίευμα:

Εκλιπόντων σχεδόν των ανδρών του μεγάλου υπέρ της ανεξαρτησίας ημών αγώνος, παρακολουθούσιν αυτούς η μία μετά την άλλην και αι σύντροφοι αυτών, σύζυγοι ή αδελφαί. Η εν Θήβαις αποβιώσασα Βασιλική εκ της ευάνδρου της Χειμάρρας οικογενείας των Μιλιαίων, σύζυγος αγωνιστού και μήτηρ του εν Ιωαννίνοις γενικού προξένου της Ελλάδος Αλ. Λογοθέτου, του πρώην Επάρχου Π. Λογοθέτου, του δικηγόρου Γ. Λογοθέτου και της χήρας του πρώην αξιωματικού Δ. Μπλατζή και της Καλλιρρόης, συζύγου του εν Πάτραις κ. Αχ. Χαιρέτη ανήκεν εις την γενεάν εκείνην, ης ο τύπος μετά μικρός εκλείπει.

Την παραμονήν της μάχης του Διστόμου, του Σπύρου και Ζάχου Μίλιου κατεχόντων μετά των σωμάτων αυτών, θέσιν παράλιον παρά τον Κορινθιακόν κόλπον, πλοιάριον χειμαριωτικόν απεβίβασεν εις την ξηράν την μητέρα και αδελφήν τούτων, φευγούσας τον εξανδραποδισμόν υπό των Τούρκων, οίτινες μη δυνάμενοι να καταβάλωσι τους εν Ελλάδι πολεμούντας Μιλιαίους, διενοούντο αντεκδικήσεις κατά των γυναικών. 

Μετά τινάς στιγμάς αφικνείται ο γραμματεύς του Καραϊσκάκη Χαρ. Λογοθέτης υιός του εκ Γαλαξειδίου ευπατρίδου Κυρ. Πανάγου, κομίζων διαταγήν του στρατάρχου, ήτις ώριζε την θέσιν, καθ’ ην έπρεπε να επιτεθή το σώμα των Χειμαριωτών εν τη μάχη της επιούσης νυκτός. 

Ο Σπύρος Μίλιος, αναγνούς την επιστολήν προσκαλεί τον κομιστήν να συζευχθή πάραυτα την αδελφήν του και ξιφουλκήσας ηπείλησε κατ’ αυτού θάνατον, αν ηρνείτο […] Τον γάμον ηυλόγησεν εις των πολεμιστών ιερέων, ο δε γαμβρός έλαβε ως προίκα εν αργυρούν πιστόλιον του Σπύρου – Μίλιου… Μετά την μάχην της Πέτρας, την τελευταίαν του ιερού αγώνος, οι Μιλιαίοι αποκατεστάθησαν εις την ηρειπωμένη πόλιν των Θηβών και μετ’ αυτών ο γαμβρός αυτών Λογοθέτης.

Εκεί δε εις τον τόπον, όπου ηγάπησεν ως την ιδίαν αυτής πατρίδα, η κυριά Βασίλω εξάσκησεν επί ήμισυν αιώνα τας αρετάς Ελληνίδος οικοδεσποίνης παράδειγμα αγαθότητας και φιλανθρωπίας διατελέσασα […] Ετάφη δε παρά του αδελφού αυτής Συνταγματάρχου Ζάχου Μίλιου εκεί πλησίον του ταμπουρίου όπου επληγώθη θανάσιμα ούτος μαχόμενος κατά των στρατών του Ομέρ πασά''

'Ολο το δημοσίευμα εδώ:

https://www.himara.gr/istoria/10433-spyros-zachos-milios-pantrepsan-aderfi-tous-machi-distomou

Για το πρώτο άρθρο ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Ο έλεγχος και η σχέση του Διστόμου με την Παραλία του μέσα από το τραγούδι για τον Ανδρούτσο - Η Σχολή που υπήρχε στο Δίστομο με την φροντίδα των κατοίκων το 1814

XLVI. (46) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ 

Πανδ. 84, 1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. 

Τ' Ανδρούτσ' η μάνα χαίρεται, τ' Ανδρούτσ' η μάνα κλαίει, Έχει τους γιους αρματολούς και καπεταναραίους. 

Στα παραθύρια κάθεται, τες στράτες αγναντεύει, Βλέπει διαβάτες πού'ρχονται, διαβάτες που περνούνε. 

5 «Διαβάτες που διαβαίνετε, περάτες που περνάτε, Μην ίδετε τσ' αρματολούς, τον καπετάν Ανδρούτσο, Σε τι χώρες να βρίσκεται, σε ποία βιλαέτια; 146» 

Άλλοι λεν, πάει στην Πρέβεζα, άλλοι λεν, πάει στην Πάργα. Κι Ανδρούτσος εξεχείμασε στου Τσαρλαμπά τα σπίτια· 10

«Παιδιά, μας πήρ' η άνοιξη, μας πήρε καλοκαίρι, Να βγούμε πάνω στα βουνά, στου Λιάκουρα τη ράχη· Να γράψω μια πικρή γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα, Να στείλω μες στη Λειβαδιά, να στείλω μες στη Φήβα, 

Γλήγορα τον μουρασαλέ να γίνω καπετάνιος, 15 Να παραστέκ' αρματολός σ' ούλα τα βιλαέτια.» Κι Ανδρούτσος επροβόδισε 148 μες στον Ντελή Αχμέτη· 

«Ντελή να 'ρθεις να σμίξομε, να περπατούμ' αντάμα, Να πάμε χώρες και χωριά, να πάμε βιλαέτια» Και βγήκαν κι ανταμώθηκαν στης Λειβαδιάς τον κάμπο. 

20 Κι εκεί που τρων και πίνουνε και διπλοχαιρετούνε, Ο Μαγιόρ 149 Λάμπρος έστειλε του καπετάν Ανδρούτσου· «Να 'ρθεις Ανδρούτσ', να σμίξομε να πας με τα καράβια.» 

Και κάνει τον κατήφορο, στο Δίστομο πηγαίνει. Ανδρούτσος πάει τη στεριά, και Λάμπρος του πελάγου. 25 

Κι επήγαν κι ανταμώθηκαν σ' ένα παλιοκλησάκι. Ανδρούτσος είναι ξακουστός, είναι και ξακουσμένος. «Ανδρούτσ' σε θέλ' η Μοσκοβιά, σε θέλει η Ρουσσία 

Και να 'ρθεις με τ' εμένανε, να μπούμε στα καράβια.» Και μες στον Πόρο πήγανε και μες στην Τσια πηγαίνουν. 

30 Βλέπουν καράβια πούρχονται, καράβι' από την Πόλη· Άλλοι τα λένε Ρούσσικα κι άλλοι τα λεν του Φράγκου. 

Αυτά δεν είναι Ρούσσικα, αυτά δεν είν' του Φράγκου, Μόν' είν' ο καπετάν πασάς πόρχετ' από την Πόλη, Κι έχει καράβια δεκοχτώ, φρεγάδες δεκαπέντε. 

35 Σαν πιάστηκαν στον πόλεμο απ' την αυγ' ως το βράδυ, Πολλοί κλέφτες σκοτώνονται του καπετάν Ανδρούτσου, Άλλους τους πιάνουν ζωντανούς, τους άλλους σκοτωμένους, 

Και τον Ανδρούτσο ζωντανό με δώδεκα νομάτους· Τον πήραν και τον πήγανε στον Βασιλιά στην Πόλη. 40

 Κι ο βασιλιάς τον ρώταε κι ο βασιλιάς του λέγει· «Εσ' είσ' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος, Που χάλασες τη Ρούμελη κι όλα τα βιλαέτια;

 Τώρα σε πιάσαν ζωντανό και σ' έφεραν στην Πόλη. Με Τούρκους επολέμησες, με Τούρκους, με Ρωμαίους· 45 

Τους χάλασες τα σπίτια τους και σκότωσες κι αυτούνους. Ανδρούτσο μ' για δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι, Να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια, 

Να στείλεις τα μπουλούκια σου σ' ούλα τα βιλαέτια, Τον Καλόγηρο στο Σάλωνα, Καλιακούδ' στο Λιδωρίκι;» 50 

Μ' ουδ' είναι μ' ουδέ φαίνεται, μ' ουδέ χαρτί του στέρνει. «Κύριέ μου, τι να γίνηκεν ο καπετάν Ανδρούτσος; Όλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντέχει.»