«Μια βολά ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα»
Η άφιξη μιας γιορτής σημαίνει συμμετοχή σε μια τελετουργία, σε μία δηλαδή τυποποιημένη, θεσμοποιημένη συλλογική μορφή επαναλαμβανόμενης πράξης, η οποία σηματοδοτεί τα σημαντικά γεγονότα του κύκλου της ζωής ενός ανθρώπου ή του χρόνου.
Οι τελετουργίες είναι εφήμερες, απευθύνονται στον κόσμο των συναισθημάτων, δημιουργούν το αίσθημα της συνοχής μεταξύ των μελών μια κοινότητας, διαμορφώνουν συλλογικές ταυτότητες, παρέχουν δραματοποιημένες αφηγήσεις που επιτρέπουν στους ανθρώπους την ερμηνεία των εμπειριών τους. Οι τελετουργίες είναι η ιστορία που λένε οι άνθρωποι για τους εαυτούς τους. Οι τελετουργίες είναι πολυσημικά κείμενα. Αποτελούνται από σύμβολα, δράσεις ή αντικείμενα, χειρονομίες και λόγια, σχέσεις μεταξύ των συμβόλων. Τα σύμβολα αυτά είναι πλήρη νοημάτων, αναφερόμενων στη φύση, στην πραγματικότητα, στην κοσμολογία, στο ιερό.
Οι άνθρωποι της προβιομηχανικής εποχής εκτεθειμένοι στην αβεβαιότητα του καθημερινού βίου, στους πολέμους, στις επισιτιστικές κρίσεις, στις επιδημίες, στον μεταφυσικό συλλογικό φόβο της αμαρτίας και της ενοχής, αναζήτησαν καταφύγιο στη σταθερότητα των τελετουργιών για να αποκαταστήσουν το χάος και την κοσμική τάξη, να εξευμενίσουν το άγνωστο.
Οι ημερολογιακές τελετές που σηματοδοτούσαν τα σημαντικά, μεταβατικά σημεία του κυκλικού χρόνου, ενσωματώνουν τις ιερές αφηγήσεις των κοινοτήτων στον αέναο κύκλο των εποχών.
Το Δωδεκαήμερο, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τα Χριστούγεννα έως τη γιορτή των Φώτων, είναι μια τέτοια σημαντική καμπή του χρόνου της φύσης και των ανθρώπων, που συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, την κρίσιμη και μεθοριακή (liminal) στιγμή του ‘’άκρου χειμώνος’’ προς την καρποφόρο άνοιξη.
Η διάβαση των ορίων πλαισιώνεται πάντα από τελετουργίες και επιτελέσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στο φως της νέας εποχής, προφυλάσσοντας από το δριμύ χειμώνα, ενισχύοντας την καρποφορία της γης, την παραγωγή, την βιολογική επιβίωση, την κοινωνική αλληλεγγύη.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ, ΤΑ ΨΩΜΑΚΙΑ ΤΩΝ ΑΡΝΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΡΕΝΙΟΣ ΧΥΛΟΣ
Πρώτο μέλημα των οικογενειών της κοινότητας ήταν η προμήθεια και η παρασκευή της τροφής που θα σερβίρονταν στο γιορταστικό τραπέζι, με επίκεντρο το συμβολικό ψωμί, το χριστόψωμο. «Την παραμονή κάναμε χριστόψωμο και χριστόπιτες για τα παιδάκια. Το ζυμώναμε με λάδι και ζάχαρη το ψωμί και το βάζαμε στο νταβά. Και το κεντάγαμε με κεντηστήρι. Είχαμε κάτι ειδικά τσιμπιδάκια, που το πιάναμε και το κεντάγαμε από πάνω. Και βάζαμε έναν σταυρό και το γεμίζαμε από πάνω καρύδια και μύγδαλα. Και σουσάμι που είχαμε μπόλικο». Το ψωμί έβαζε τα καλά του και μετασχηματιζόταν σε σύμβολο, σε φορέα ευεργετικής δύναμης, ενσαρκωμένης στον νεογέννητο Χριστό, ευφορίας και γονιμότητας. Θα προστάτευε τα μέλη της οικογένειας από την πείνα, θα κρατούσε τον λύκο έξω από την πόρτα του σπιτιού. Το ίδιο το ψωμί ήταν η οικογένεια.
Την αντίληψη αυτή τεκμηριώνει ο τρόπος της διανομής του στα μέλη της, με ιεραρχική, πατρογραμμική σειρά, κομμένο με το χέρι, χωρίς τη μεσολάβηση σιδερένιου εργαλείου. Η παρουσία του στο τραπέζι της γιορτής συμβόλιζε τη βιωμένη εμπειρία της οικογένειας, τις δυσκολίες, τις υπερβάσεις, την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος. Στη ζύμη του ενώνονταν δεσμοί αγάπης και συγγένειας, διενέξεις και διαφορές, δίκτυα αλληλεγγύης, φόβοι και απώλειες. Για τους λόγους αυτό η παρασκευή του ήταν πιο επιμελημένη από αυτή του καθημερινού άρτου. Απαιτούσε αλεύρι «καθαρό, απ’ το καλό», κοσκινισμένο στο «ψιλό κόσκινο». Ζυμωμένο «ξεροτριφτά» με ζάχαρη και φρέσκο ζεματισμένο λάδι, με το χρυσάφι του δυσεύρετου πορτοκαλιού και τα αποικιακά κανελογαρίφαλα, αγορασμένα χύμα από τον μπακάλη, σκεπαζόταν με τις «τάβλες», τα ειδικά μάλλινα υφαντά της προίκας, για να ανέβει σαν το φως της χειμωνιάτικης μέρας. Τα αμύγδαλα, τα καρύδια, το σουσάμι της καλοκαιρινής συγκομιδής και το σχήμα του σταυρού επικαλούνταν μαγικά μελλοντική ευημερία και ευγονία. Οι κτηνοτροφικές οικογένειες του Διστόμου, που αποτελούσαν το ήμισυ σχεδόν του πληθυσμού, εκτός από το χριστόψωμο και τα ψωμάκια των παιδιών, παρασκεύαζαν και μικρούς άρτους για τα ζώα των κοπαδιών τους, μεταφορά της οικονομικής εξάρτησης και της ευγνωμοσύνης προς τα αιγοπρόβατα που τους εξασφάλιζαν την επιβίωση, επίκληση για την αύξηση της κτηνοτροφικής παραγωγής: «Μια βολά ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα και οι τσομπάνηδες φκειάναν πρόσφορα μικρά και τα παγαίναν στην εκκλησία για τα γίδια». Την ημέρα των Χριστουγέννων θρυμμάτιζαν τα ψωμάκια και με λίγο αλάτι τα έδιναν στα ζώα. Μερίδιο στη γιορτή.
Μια άλλη παρασκευή της παραμονής που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απηχεί τελετουργίες πανσπερμίας και προσφοράς καρπών – ίσως και νεκρικές προσφορές εξευμενισμού των ψυχών που εξασφαλίζουν αφθονία και θαλερότητα – ήταν η παρασκευή, διανομή και ανταλλαγή μεταξύ των μελών της κοινότητας ενός σταρένιου χυλού:
«Τα πρώτα χρόνια είχαμε ένα έθιμο. Βράζαμε στάρι την παραμονή. Ζεσταίναμε νερό και το λαντουράγαμε (ραντίζαμε) το στάρι. Το βαίναμε σ’ ένα μέρος και το λαντουράγαμε με ζεστό νερό και το σκεπάζαμε και μούσκευε το στάρι. Ύστερα το παγαίναμε σε πλάκα και το τρίβαμε. Το τρίβαμε το τρίβαμε κι έβγαινε μόνο η φλούδα απόξω κι από μέσα δεν πάθαινε τίποτα. Κι ύστερα το βαίναμε και το βράζαμε και το λιώναμε έτσι πώς σα να πιάνεις το προζύμι, πώς φτιάχνεις τηγανίτες ας πούμε, το λιώναμε.
Οι τσοπάνηδες του ρίχναν τυρί μέσα. Εμείς οι ζευγίτες το ζεματάγαμε με λάδι. Έτρωγες και τι να φας, ωραίο πράμα. Το τρώγαμε ανήμερα».
Η ΙΕΡΗ ΦΩΤΙΑ
Σ’ αυτήν όμως την κρίσιμη, επικίνδυνη και μεθοριακή για την εμφάνιση δαιμονικών όντων περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου, οι άνθρωποι έπρεπε να απαντήσουν στην απειλή με την οριοθέτηση ενός ασφαλούς χώρου, ενός προστατευτικού κύκλου, ενός ιερού φραγμού. Η ιερή φωτιά του Δωδεκαημέρου αναβόταν στην εστία του κάθε σπιτιού της κοινότητας με τη μεταφορά από την ύπαιθρο ενός μεγάλου και αγκαθωτού κούτσουρου, του χριστόξυλου: «Το βράδυ της παραμονής αρραβωνιάζουνε τη φωτιά. Βάζουνε μια κουτσούρα και την αφήνουν να καεί όλο το Δωδεκάμερο. Και την Πρωτοχρονιά μ’ άλλο ξύλο την παντρεύουνε. Γι’ αυτό λένε άμα αρραβωνιαστεί κάποιος και παντρευτεί μέσα σε μια βδομάδα ‘’Την πήρε σαν τον Αι Βασίλη».
Η φωτιά, φως που νικάει το σκότος και το θάνατο, σημάδι γενέσεως, ‘’ο φραγμός του πυρός’’, που θα πρέπει να διατηρηθεί όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου άσβεστη, απέτρεπε την εμφάνιση και τη δράση των δαιμονικών όντων. Αυτά, τερατόμορφα στην όψη, με χαρακτηριστικά ανθρώπου και ζώου, όλο τον χρόνο ζούνε στον κάτω κόσμο, και την περίοδο αυτή του χειμερινού ηλιοστασίου ανεβαίνουν πάνω στη γη: «Οι σκαλικαντζαραίοι είναι ψηλοί, μαύροι και με ουρές. Έρχονται και τ’ ανακατεύουνε, το ένα τ’ άλλο τα πράματα στο σπίτι. Και βάζουμε και το λιβάνι για τους σκαλικαντζαραίους, για να φύγουνε. Όλο το χρόνο είναι κάτω και κόβουνε το δέντρο. Κι όταν κοντεύουνε να ‘ρθουν τα Χριστούγεννα άλλο λίγο θέλουν να το κόψουνε, αλλά ανεβαίνουνε στη γη κι ώσπου να ξαναπάνε κάτω έχει ξαναγίνει το δέντρο. Και κάθε χρόνο αυτή η δουλειά γίνεται. Μπαίνουν στο σπίτι από τζάκι και παράθυρα».
Το κυριότερο στοιχείο της δράσης των δαιμόνων είναι η καθολική μίανση στο σπίτι. Μολύνουν την τροφή και την φωτιά, τα εργόχειρα των γυναικών. Πλάσματα του συλλογικού νεοελληνικού φαντασιακού, με ρίζες ίσως στις ‘’κήρες’’, τις ψυχές των νεκρών της αρχαιότητας, έρχονται για να ανατρέψουν την τάξη και να επιβάλουν το χάος. Είναι ξένοι, διαφορετικοί, ζερβοχέρηδες, κουτσοί, παραμορφωμένοι, με πειρακτική διάθεση και δράση προς τους αντιπαραγωγικούς της οικογένειας, τους οποίους και διαπομπεύουν: «Λέγαν οι μανάδες και φοβερίζαν τα παιδιά: ‘’Θα ‘ρθουν οι σκαλικαντζαραίοι!’’. Τους βλέπαν τα παλιά τα χρόνια. Είναι σημαδιακοί, χωρίς πόδια, μάτια ή με παράξενο κεφάλι, χωρίς πλάτη, άσχημοι, μαύροι. Γι ‘αυτό λένε ‘’Μανούλα μου σα σκαλικάτζαρος είναι! Όνομα και πράμα. Πολλοί έχουν κι ένα κέρατο. Η Παναγιού του Τσιμινιέρη είχε δει λέει σκαλικάντζαρο κι είχε ένα πόδι μεγάλο μπλαρίσιο και τ’ άλλο ανθρώπινο και κούτσαινε [...] Πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνε στο σπίτι από το τζάκι και τρώνε το φαί που ‘ναι απάνω στο τραπέζι. Άμα η νοικοκυρά ή οι θυγατέρες της δεν έχουνε τελειώσει καν εργόχειρο, τους το κρεμάνε απάνω τους και βάζουνε μουτζούρα [...], να, πάνε στα παιδιά, πάνε να τους κρεμάσουνε το βιβλίο ή το τετράδιο ή κάτι, άμα δε διαβάζανε. Κι η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε ‘’Πω πω! Δεν ένεσα τις τουλούπες! Θα ρθουν οι καλικαντζαραίοι και θα τις κρεμάσουνε! Όταν έχεις μια δουλειά και δεν την έχεις τελειώσει, πω πω, λέγαν, φτάσαν οι καλικάντζαροι και δεν το ‘χω τελειώσει!».
Οι ένοικοι του σπιτιού για να προστατευτούν λιβανίζουν. Και την ημέρα των Φώτων με τη στάχτη της φωτιάς του Δωδεκαημέρου, η οποία ενώ θεωρείται μιασμένη για την χρήση στο λουτρό ή στην πλύση, έχει αποτρεπτική δράση, περιζώνουν κυκλικά το σπίτι σκορπίζοντάς την συμβολικά στα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού: «Τη στάχτη απ’ όλο το Δωδεκάμερο τη μαζεύουνε γιατί είναι μαγαρισμένη απ’ τους σκαλικαντζαραίους. Δε λούνονται μ’ αυτή, αλλά τη μαζεύουνε και την παραμονή των Θεοφανείων σταχτώνουνε τ’ αγκωνάρια για να διώξουνε τους σκαλικαντζαραίους».
Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Κι όταν ξημερώσει «του Χριστού, το πρωί στις πέντε που χτυπάει η καμπάνα παγαίνουν στην εκκλησία κι όταν απολύσει έρχονται στα σπίτια [...] στη φωτιά, στην παραστιά ψένουν κρέας σε σούβλες.
Κι όταν θα είναι έτοιμη κι η μαγειρίτσα, η πατσά, το κοκορέτσι, κατά τις δέκα το πρωί, τρώνε όλοι μαζί στο τραπέζι. Τότε κόβεται το χριστόψωμο και εύχονται και του χρόνου να είναι καλά». Το τραπέζι ήταν στρωμένο πολύ λιτά, με καθαρό υφαντό τραπεζομάντηλο, άσπρο με κρεμεζιές ριξιές ή γεράνιο, και με τα απαραίτητα μόνο σκεύη και εξαρτήματα. Δεν έλειπε η σούπα, που αποτελεί το μεταβατικό φαγητό από την καθημερινή πείνα στον εορταστικό κορεσμό, καταλύοντας τη νηστεία. Κυρίαρχη ήταν η θέση του σφάγιου, του κρέατος, που στο Δίστομο ήταν κυρίως κρέας αιγοπροβάτων. Σε δεύτερη θέση ο οικόσιτος χοίρος που έτρεφαν όλο το χρόνο για τις ημέρες αυτές. Ή, σπανιότερα, ο γάλος που μαγειρευόταν κοκκινιστός με χυλοπίτες, ρύζι ή μακαρόνια: «Θυμάμαι τότε ο άντρας μου έθρεφε ένα γάλο τι λογιώ! Του ‘δινε κάθε μέρα μέρα κι ένα καρύδι. Και τον έφτιαχνα κοκκινιστό με φύλλο. Μοσχοβολούσε [...]». Την ευωχία συμπλήρωνε μεθυστικά το κρασί που άνοιγαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα, για να ευφράνει τις καρδιές των κουρασμένων ανθρώπων της γης. Μελίπηκτες δίπλες, τα «κοκοτάκια», σταφύλι που το διατηρούσαν κρεμασμένο στα δοκάρια του κατωγιού, καρύδια, αμύγδαλα και κυδώνια ήταν το επιδόρπιο.
Μετά το φαγητό «όλα τα παιδιά και οι μεγάλες γυναίκες βγαίνουν έξω και παίζουν τις δεκάρες και τον φίκο, ένα παιχνίδι με αμάδες, στο οποίο οι γυναίκες ή παιδιά με μεγάλες και ίσιες πέτρες, τις αμάδες, προσπαθούν να ρίξουν ένα κεραμίδι μικρό που πίσω του έχει βάλει κάθε παίκτης από μία δεκάρα. Όποιος το ρίξει παίρνει τις δεκάρες.
Η ημέρα του Χριστού, ημέρα ανάπαυσης, κατανάλωσης άφθονου φαγητού, ανταλλαγής και ψυχαγωγίας έκλεινε με παιχνίδια, επαληθεύοντας πλήρως το νόημα της ρήσης:
«Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος».
Πηγή: Χειρόγραφα Λαογραφίας, © Σπουδαστήριο Λαογραφίας, Φιλοσοφική Σχολή/ΕΚΠΑ.
Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου.
© Φωτογραφικό Αρχείο/Μουσείο Μπενάκη.
Δίστομο, Φθινόπωρο 1945. Γυναίκα και παιδί καθισμένοι στην παραστιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου